- Σημίτες
- Λαοί που ανήκουν στη σημιτική γλωσσική οικογένεια και κατ’ επέκταση, όλοι οι λαοί που συγγενεύουν με τον αραβικό φυσικό τύπο. Με τον όρο Σημίτες δηλώνεται επίσης ένα μεγάλο εθνικό σύνολο, που καταλαμβάνει από την αρχαιότητα μια μεγάλη έκταση από τις οροσειρές του Ταύρου και του Αντιταύρου στα Β, ως το ιρανικό υψίπεδο στα Α, την ατλαντική ακτή της βόρειας Αφρικής στα Δ, και την αραβική ακτή της Ερυθράς θάλασσας και του Ινδικού Ωκεανού στα νότια.
Οι συγγένειες μεταξύ των Σημιτικών λαών είναι κατά μεγάλο μέρος γλωσσικές και πολιτιστικές, γιατί από φυσική άποψη αποτελούνται από ένα σύνολο εξαιρετικά βτερογενές φυλετικών τύπων (Ιρανοί, Ανατολίτες, Εβραίοι, Λίβυες, Αιθίοπες, Αρμενοειδείς). Οι αναμείξεις αυτές οφείλονται κυρίως στις πολύπλοκες ιστορικές περιπέτειες της περιοχής και στις συνήθειες του νομαδισμού που αποτελούσαν βασικό στοιχείο του ποιμενικού πολιτισμού των λαών αυτών. Επομένως δεν μπορεί να γίνει λόγος περί «σημιτικής φυλής» όπως προτάθηκε ιδιαίτερα όσον αφορά τους Εβραίους.
Ο όρος Σημίτες προέρχεται από τον «πίνακα των λαών» που αναφέρει η Γένεση που ενώνει στο γλωσσικό επίπεδο Εβραίους, Ασσύριους, Αραμαίους, Χαλδαίους, Χαναναίους, που όλοι θεωρούνται απόγονοι του Σημ. Μεταξύ των σημερινών Σ. κατατάσσονται, εκτός από τους Άραβες, και οι Αιθίοπες.
Τα σωματικά χαρακτηριστικά του σημιτικού τύπου σε μια χάλκινη προτομή από τη Νινευί (ακκαδικό βασίλειο, περ. 2415-2290 π.Χ. (Ιρακινό Μουσείο της Βαγδάτης).
* * *οι, Νομάδες λαών οι οποίοι διείσδυσαν την 3η π.Χ. χιλιετία από την Αραβική Χερσόνησο στη Μεσοποταμία, τη Συρία και την Παλαιστίνη και πριν από το 700 π.Χ. από τη Σαουδική Αραβία προς την Αιθιοπία και οι οποίοι δεν αντιπροσωπεύουν μια φυλή, αλλά ένα σύνολο που αποτελείται από Αρμενίους, Άραβες, Αιθίοπες, Ασσυρίους, Βαβυλωνίους, Ουγκαρίτες, Φοίνικες, Πουνίους, Εβραίους, Μοαβίτες και Αραμαίους ή Σύρους, σύνολο με γλωσσική συγγένεια, το οποίο, σύμφωνα με την παράδοση, έχει έναν κοινό πρόγονο, τον Σημ, γιο τού Νώε.[ΕΤΥΜΟΛ. < Σημ, πρώτο γιο τού Νώε + κατάλ. -ίτης. Η λ., στον λόγιο τ. Σημῖται, μαρτυρείται από το 1861 στο περιοδικό Φιλίστωρ].
Dictionary of Greek. 2013.